περίακτοι

περίακτοι
περίακτος
turning on a centre
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ПЕРИАКТЫ —    • Περίακτοι,          см. Theatrum, Театр, 10 …   Реальный словарь классических древностей

  • ТЕАТР —    • Theatrum,          Θέατρον.     I. Греческий Т.          Древнегреческий T. предназначался не только для драматических представлений: трагедий, сатирических драм и комедий, но служил первоначально местом действия всех торжеств, относившихся… …   Реальный словарь классических древностей

  • περίακτος — η, ο / περίακτος, ον, ΝΜΑ [περιάγω] αυτός που μπορεί να περιστραφεί γύρω από ένα κέντρο ή από έναν άξονα αρχ. 1. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περίακτοι είδος μηχανήματος το οποίο χρησίμευε για αλλαγή τών σκηνικών στο αρχαίο θέατρο 2. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”